-
1 ἐκρίπτω
A cast forth,ἔξω με [γῆς]..ἐκρίψατε S.OT 1412
; ; discharge,γάλα Sor.1.88
:—[voice] Pass.,δίφρων ἐκριφθείς S.El. 512
; of an orator, to be hissed off,μεταξὺ λέγων ὑφ' ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin.2.153
.2 [voice] Pass., to be spread abroad, LXXJd. 15.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκρίπτω
-
2 πρόρριζος
A by the roots, root and branch, utterly,θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157
;ὁθ'.. ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415
; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32
;κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40
;Ζεύς σε.. π. ἐκτρίψειεν E.Hipp. 684
, cf. Hdt.6.86.δ ;π. ἔφθαρται γένος S.El. 765
; [γένος] οἴχεται π. And.1.146
;δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers. 812
;δίφρων π. ἐκριφθείς S.El. 512
(lyr.);π. αὐτὸς.. ἀπολοίμην Ar.Ra. 587
: neut. πρόρριζον as Adv., Arist.HA 616a2 (prob.l.), Lyc.214.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόρριζος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский